λείξουρος

λείξουρος
λείξουρος, -ον (Μ) [λειξούρα]
γαστρίμαργος, λαίμαργος, αδηφάγος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λείξουρος — gluttonous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείχω — (Α) γλείφω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. λείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *leiĝh «γλείφω», στην οποία ανάγονται και άλλες ΙΕ λέξεις με ανάλογη σημ. αλλά με διαφορετικό σχηματισμό (πρβλ. λατ. lingo, αρχ. ινδ. lihati, αρμεν. lizum, lizem, lizanem, γοτθ. bilaigon, ιρλδ …   Dictionary of Greek

  • λειξουρία — η [λείξουρος] γαστριμαργία, λαιμαργία, λιχουδιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”